Αρπακτικά Πουλιά

Η κατάσταση των σημαντικότερων ειδών αρπακτικών στο Εθνικό Πάρκο.

Μαυρόγυπας (Aegypius monachus)

Κινδυνεύον είδος. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα αρπακτικά πουλιά της Ευρώπης, με ύψος 1 μέτρο περίπου, άνοιγμα φτερών που φτάνει τα 2.80 μέτρα και βάρος 8-10 κιλά. Τρέφεται με πτώματα και προτιμάει τα σκληρά μέρη του νεκρού ζώου. Φωλιάζει σε απομονωμένες πλαγιές, επάνω σε πλατιές κορυφές δέντρων. Τα τελευταία χρόνια στο Εθνικό Πάρκο αναπαράγονται περίπου 30-35 ζευγάρια, ενώ η αναπαραγωγική επιτυχία κυμαίνεται γύρω στο 50% με αποτέλεσμα περίπου 14 μικρά κατά μέσο όρο να καταφέρνουν να πετάξουν από τη φωλιά τους κάθε χρόνο. Ο συνολικός πληθυσμός του Μαυρόγυπα στο Εθνικό Πάρκο εκτιμάται σε 110-130 άτομα περίπου.

Όρνιο (Gyps fulvus)

Μεγάλο αρπακτικό πουλί με ύψος 0.90 -1 μέτρα και άνοιγμα φτερών 2.70 μέτρα περίπου και ζυγίζει 7-10 κιλά. Το Όρνιο τρέφεται αποκλειστικά με πτώματα και έχει προτίμηση στα εντόσθια και σε άλλα μαλακά μέρη του νεκρού ζώου. Φωλιάζει κατά αποικίες σε απόκρημνους βράχους. Σταμάτησε να φωλιάζει στο Εθνικό Πάρκο το 1995, ενώ από το 2007 έχει επιστρέψει και πάλι ως αναπαραγόμενο με 1-3 ζευγάρια. Την περιοχή χρησιμοποιούν σε συστηματική βάση περίπου 100 άτομα, ψάχνοντας για τροφή και κουρνιάζοντας στα μεγάλα βράχια.

Ασπροπάρης (Neophron percnopterus)

Κρισίμως κινδυνεύον είδος. Είναι σχεδόν παμφάγος. Τρέφεται με πτώματα, καθαρίζοντας τα κόκκαλα από ότι έχουν αφήσει ο Μαυρόγυπας και το Όρνιο, αλλά και με σκουπίδια, καμιά φορά σαύρες, χελώνες και μικρά πουλιά που βρίσκει νεκρά στους δρόμους. Είναι καλοκαιρινός επισκέπτης στη χώρα μας. Φωλιάζει σε απομακρυσμένα απόκρημνα βράχια και ενώ το 1987 υπήρχαν 25 ζευγάρια εντός του Εθνικού Πάρκου, ο πληθυσμός του έχει υποστεί δραματική μείωση με μόλις 5 επικράτειες και 3 ενεργές φωλιές να απομένουν το 2013.

Χρυσαετός (Aquila chrysaetos)

Κινδυνεύον είδος που δε μεταναστεύει. Έχει χαρακτηριστικό ανοιχτόχρωμο “χρυσαφί” αυχένα. Τρέφεται με μικρά θηλαστικά, πουλιά και χελώνες τις οποίες αρπάζει από το έδαφος, τις ανεβάζει ψηλά και τις πετάει από μεγάλο ύψος για να σπάσει το καβούκι και να φάει το εσωτερικό τους. Το χειμώνα τρέφεται και με πτώματα ζώων. Στο Εθνικό Πάρκο υπάρχουν 3-4 επικράτειες του είδους

Θαλασσαετός (Haliaeetus albicilla)

Κρισίμως κινδυνεύον είδος που δε μεταναστεύει. Τρέφεται με υδρόβια πουλιά, μικρά θηλαστικά και ψοφίμια. Φωλιάζει σε δάση, σε μεγάλα δέντρα, ή σε απόκρημνα βράχια. Το χοντρό του ράμφος βοηθάει στο να τον ξεχωρίσει κανείς! Σταμάτησε να φωλιάζει στο Εθνικό Πάρκο το 1990 για να επιστρέψει και πάλι με ένα ζευγάρι το 2012, ενώ κατά τη διάρκεια του χειμώνα παρατηρούνται αρκετά ανώριμα άτομα στο χώρο της ταΐστρας, καθώς άτομα από βορειότερες περιοχές ξεχειμωνιάζουν εδώ.

Τσίφτης (Milvus migrans)

Μεταναστευτικό είδος που ενώ στον υπόλοιπο κόσμο ο πληθυσμός του είναι σε καλή κατάσταση, στην Ελλάδα μειώνεται συνεχώς και για αυτό το λόγο κατατάσσεται στα κρισίμως κινδυνεύοντα είδη. Δεν αναπαράγεται στο Εθνικό Πάρκο καθώς προτιμά υγροτοπικές περιοχές. Παρ’ όλα αυτά, η παρουσία του εδώ είναι έντονη λόγω της ταΐστρας από την οποία φαίνεται να επωφελείται.

Βασιλαετός (Aquila heliaca)

Κρισίμως κινδυνεύον είδος. Τρέφεται με μικρά θηλαστικά, πουλιά και το χειμώνα με πτώματα. Φωλιάζει σε δέντρα. Έχει να φωλιάσει στο Εθνικό Πάρκο από το 1990 ενώ το 2000 παρατηρήθηκε αναπαραγωγική δραστηριότητα ενός ζευγαριού, χωρίς όμως να έχει επιβεβαιωθεί αναπαραγωγή, αφού δε βρέθηκε φωλιά. Έκτοτε στην ταΐστρα παρατηρούνται κυρίως νεαρά και κυρίως το χειμώνα, καθώς άτομα από βορειότερες περιοχές ξεχειμωνιάζουν εδώ.

Κραυγαετός (Aquila pomarina)

Κινδυνεύον είδος, μεταναστευτικό, που επισκέπτεται την περιοχή για αναπαραγωγή. Μοιάζει πολύ με τον επίσης κινδυνεύον Στικταετό, ο οποίος όμως είναι χειμερινός επισκέπτης. Τρέφεται με μικρά θηλαστικά, τρωκτικά και κάποιες φορές με πτώματα ζώων. Ο αναπαραγόμενος πληθυσμός του στην περιοχή φαίνεται να παραμένει σταθερός στα 20 ζευγάρια περίπου.